- παρυλίζω
- παρῡλ-ίζω,A make dykes with brushwood, BGU14 iii 1,9 (iii A.D.) :— hence Subst. [suff] παρῡλ-ισμός, ὁ, τενάγους ib.13.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παρυλίζω — Α υποστηρίζω, στερεώνω τις όχθες διώρυγας με πλέγμα θάμνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ὕλη «δάσος, κομμένα ξύλα»] … Dictionary of Greek
παρυλισμός — ὁ, Α [παρυλίζω] κατασκευή προχωμάτων σε όχθη ποταμού με κλαδιά θάμνων … Dictionary of Greek